ἀνθοφόρου

ἀνθοφόρου
ἀνθοφόρος
bearing flowers
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοτυληδόνα — (Cotyledon). Γένος θαμνωδών φυτών της οικογένειας των κρασουλιδών (δικοτυλήδονα), με κέντρο εξάπλωσης την Αφρική· ορισμένα είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Στην Ελλάδα, κυρίως στη νότια, συναντώνται επτά είδη που αυτοφύονται πάνω σε βράχους… …   Dictionary of Greek

  • μονήρης — ες (ΑΜ μονήρης, ῆρες) 1. αυτός που ζει μόνος του, αυτός που ζει απομονωμένος από τους άλλους, απόκοσμος, μοναχικός, έρημος 2. (για λέξεις) αυτή που απαντά μόνο μια φορά ή αυτή που δεν σχηματίζει παράγωγα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… …   Dictionary of Greek

  • μουσκάρι — Γένος φυτών της οικογένειας των λειριιδών ή λιιδών (μονοκοτυλήδονα), μερικά είδη του οποίου είναι αρκετά κοινά σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε όλη την Ελλάδα. Με διασταυρώσεις και επιλογή έχουν δημιουργηθεί ποικιλίες κατάλληλες και για… …   Dictionary of Greek

  • μούσκαρι — Γένος φυτών της οικογένειας των λειριιδών ή λιιδών (μονοκοτυλήδονα), μερικά είδη του οποίου είναι αρκετά κοινά σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε όλη την Ελλάδα. Με διασταυρώσεις και επιλογή έχουν δημιουργηθεί ποικιλίες κατάλληλες και για… …   Dictionary of Greek

  • σκίλλα — I (scilla). Γένος της οικογένειας των Λειριιδών ή Λιλιδών (μονοκοτυλήδονα), που περιλαμβάνει πολυάριθμα καλλωπιστικά είδη. Κοινό είδος σε αμμώδεις και πετρώδεις παραθαλάσσιες θέσεις παντού στην Ελλάδα και γενικά στις ακτές της Μεσογείου είναι η σ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”